- περιβεβλημένως
- περιβεβλημένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass., metaph. in Rhet.A diffusely, Hermog.Id.1.10,11 ; cf.
περιβολή 111.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβολή 111.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβεβλημένως — περιβάλλω throw round perf part mp masc acc pl (epic doric) περιβεβλημένως diffusely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβεβλημένως — Α επίρρ. 1. με πλήρη περιβολή, με πλήρη κάλυψη 2. μτφ. (για λόγο) α) με ύφος κομψό, περίτεχνα επεξεργασμένο β) διεξοδικώς, εκτενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιβεβλημένος τού περιβάλλω] … Dictionary of Greek